Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το ορυκτό

См. также в других словарях:

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό άλευρο ή γη διατόμων — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από πυριτικά λείψανα διατόμων γλυκών νερών. Το σχήμα των φυκών αυτών ποικίλλει· στο μικροσκόπιο τα κελύφη τους φαίνονται συνήθως σαν μικρές, κενές, διάτρητες θήκες· γι’ αυτό το ορυκτό άλευρο είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — το σώμα ανόργανο με ορισμένη χημική σύσταση στην επιφάνεια ή τα βάθη της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλας, ορυκτό — Βλ. λ. αλάτι …   Dictionary of Greek

  • εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • θομσωνίτης — Ορυκτό πυριτικό, του τύπου NaCa2Al5Si5O20 · 6H2O. Το ορυκτό αυτό κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος και βρίσκεται κατά αδένες και συστάδες καθώς και με τη μορφή δίδυμων κρυστάλλων. Ανήκει στην ομάδα των ζεόλιθων και, εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • κερνίτης — Ορυκτό, που αποτελείται από τα στοιχεία νάτριο, βόριο, οξυγόνο και υδρογόνο, με χημικό τύπο Na2B4O6(OH)2.3H2O. O κ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και παρά τη σπανιότητά του ήταν παλαιότερα μία από τις κύριες πηγές του βόρακα και άλλων… …   Dictionary of Greek

  • γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… …   Dictionary of Greek

  • αυγίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του τύπου (Ca, Mg, Fe, Αl)2 (ΑΙ, Si)2 Ο6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει κοντούς πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,4 gr/cm3 και… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»