-
1 ορυκτό(ν)
τό1) минерал; 2) πλ. полезные ископаемые -
2 ορυκτό(ν)
τό1) минерал; 2) πλ. полезные ископаемые -
3 ορυκτό
[орикто] ουσ. о. минералΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορυκτό
-
4 ορυκτό
[орикто] ουσ ο минерал. -
5 ορυκτό
oreΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ορυκτό
-
6 maden
ορυκτό, μετάλλευμα -
7 минерал
-
8 вермикулит
ο βερμικουλίτης (ορυκτό της ομάδας μίκα-μαρμαρυγίες).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вермикулит
-
9 железо
хим. (Fe) το σίδερο, ο σίδηροςуглеродистое - ανθρακικό -, ο σιδηρίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > железо
-
10 концентрат
1. (продукт обогащения руд) το εμπλουτισμένο ορυκτό/μετάλλευμαсуммарный - συνολικό -, τελικό -2. (пищевой продукт) η συμπυκνωμένη τροφή, η αφυδατωμένη τροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > концентрат
-
11 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
12 минерал
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минерал
-
13 негабарит
горн. το υπερμέγεθες ορυκτό τεμάχιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > негабарит
-
14 топливо
το καύσιμ/ο, η καύσιμη ύλη *заправляться - ом ανεφοδιάζομαι με - αработать на жидком твёрдом газообразном - е λειτουργώ με/καίω υγρό, στερεό, αέριο -ракетное - см. далее топливо ракетное самовоспламеняющееся - αυτεκρηκτικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топливо
-
15 тук
(минеральное удобрение) το ορυκτό λίπασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тук
-
16 удобрение
1. (действие) η λίπανση 2. (ве-щество) το λίπασμαвносить - λιπαίνω, ρίχνω λίπασμαминеральное - ορυκτό/φυσικό -промышленное - βιομηχανικό -, сложное - σύνθετο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удобрение
-
17 флотировать
горн. εμπλουτίζω το ορυκτό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флотировать
-
18 фосфат
το φωσφορικό άλαςминеральный - ορυκτό -, ανόργανο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фосфат
-
19 горный
го́рн||ыйприл1. ὀρεινός, βουνήσιος:\горныйая вершина ἡ βουνοκορφἤ \горныйое ущелье τό στενοπόρι, ἡ κλεισούρα, τό δερβένι· \горныйая цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βου-νοσειρά· \горныйая артиллерия воен. τό ὀρειβατικό[ν] πυροβολικό[ν]·2. (гористый) ὁρεινός, βουνήσιος·3. (горнопромышленный) μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\горныйое дело ἡ μεταλλεία, ἡ μεταλ-λειολογία· \горный инженер ὁ μεταλλειολόγος· \горный институ́т ἡ Σχολή μεταλλειολογίας· \горныйые породы τά κοιτάσματα μετάλλων \горный хрусталь τό ὁρυκτό κρύσταλλο· ◊ \горныйое солнце τό κβάρτς, ὁ χαλαζίας· \горный лен мин. ὁ ἀμίαντος·. -
20 каменный
каменн||ыйприл1. λίθινος, πέτρινος:\каменныйая кладка стр. ἡ λιθοδομή, τό χτίσιμο, ἡ τοιχοποιία· \каменныйая плита ἡ πέτρινη πλάκά2. перен (неподвижный, застывший) πέτρινος, ἀπολιθωμένος:\каменныйое лицо́ τό πρόσωπο σάν πέτρα·3. перен (бессердечный) σκληρός, ἀναίσθητος:\каменныйое сердце ὁ σκληρόκαρδος, ἡ σκληρή καρδιά· ◊ \каменныйая соль τό ὁρυχτό ἀλάτι, τό ὁρυκτό ἄλας· \каменный уголь τό πετροκάρβουνο, ὁ λιθάνθραξ· \каменный век археол. ἡ λιθίνη ἐποχή· \каменныйая болезнь ἡ λιθίαση [-ις]· \каменный мешок τό μπουντρούμι· как за \каменныйой стеной ἐν πλήρει ἀσφαλεία.
См. также в других словарях:
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
ορυκτό άλευρο ή γη διατόμων — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από πυριτικά λείψανα διατόμων γλυκών νερών. Το σχήμα των φυκών αυτών ποικίλλει· στο μικροσκόπιο τα κελύφη τους φαίνονται συνήθως σαν μικρές, κενές, διάτρητες θήκες· γι’ αυτό το ορυκτό άλευρο είναι ένα… … Dictionary of Greek
ορυκτό — το σώμα ανόργανο με ορισμένη χημική σύσταση στην επιφάνεια ή τα βάθη της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλας, ορυκτό — Βλ. λ. αλάτι … Dictionary of Greek
εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… … Dictionary of Greek
θομσωνίτης — Ορυκτό πυριτικό, του τύπου NaCa2Al5Si5O20 · 6H2O. Το ορυκτό αυτό κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος και βρίσκεται κατά αδένες και συστάδες καθώς και με τη μορφή δίδυμων κρυστάλλων. Ανήκει στην ομάδα των ζεόλιθων και, εκτός από… … Dictionary of Greek
κερνίτης — Ορυκτό, που αποτελείται από τα στοιχεία νάτριο, βόριο, οξυγόνο και υδρογόνο, με χημικό τύπο Na2B4O6(OH)2.3H2O. O κ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και παρά τη σπανιότητά του ήταν παλαιότερα μία από τις κύριες πηγές του βόρακα και άλλων… … Dictionary of Greek
γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… … Dictionary of Greek
αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… … Dictionary of Greek
αυγίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του τύπου (Ca, Mg, Fe, Αl)2 (ΑΙ, Si)2 Ο6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει κοντούς πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,4 gr/cm3 και… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek